Γκέι ρομάντζο και οι πρόσφυγες του Αϊ Γουεϊγουέι
Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου ★★★★☆
(Call me by your name, Ιταλία, Γαλλία, Βραζιλία, ΗΠΑ, 2017, 132’)
σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο
ηθοποιοί: Αρμι Χάμερ, Τίμοθι Σαλαμέ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Αμίρα Καζάρ
Καλοκαίρι μέσα στον χειμώνα. Δεν πέρασαν δύο χρόνια από το «A Bigger Splash» κι ο Λούκα Γκουαντανίνο (του υπερ-επιτυχημένου στην Ελλάδα «Είμαι ο έρωτας») φέρνει ξανά το καλοκαίρι στην οθόνη, με το αριστουργηματικό «Call me by your name», υποψήφιο για τέσσερα Οσκαρ, την ιστορία του πρώτου έρωτα ενός 17χρονου αγοριού μ’ έναν 25χρονο νέο, στην εξοχή της Ιταλίας του ’80.
Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αντρέ Ασιμάν, η ταινία επωφελείται από την υπογραφή του Τζέιμς Αϊβορι στη διασκευή του σε σενάριο: ο εκλεκτικός δημιουργός ταινιών εποχής του ’80 και του ’90 βρίσκει, από τη μια πλευρά, τον τρόπο να επεξεργαστεί το υλικό του με φινέτσα και λεπτότητα, να το διαποτίσει με τα χαρακτηριστικά του κοινωνικά σχόλια, να ντύσει το βάρος με ελαφρότητα και, από την άλλη, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει, επιτέλους, τόσες δεκαετίες αργότερα, ανοιχτά και αφοπλιστικά για ένα gay ρομάντζο, απελευθερώνοντας τον ερωτισμό του και απλώνοντας την καθολικότητά του σε όποιον, απλώς, ερωτεύτηκε ποτέ για πρώτη φορά!
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται ο Ελιο κι ο Ολιβερ. Ο πρώτος είναι ένα 17χρονο χαρισματικό αγόρι, πανέξυπνο, δημιουργικό, καλλιεργημένο, γιος του ιστορικού και αρχαιολόγου καθηγητή Πέρλμαν και περνά το καλοκαίρι του στο εξοχικό της οικογένειας στη Βόρεια Ιταλία, αράζοντας, παίζοντας πιάνο, φλερτάροντας με τα κορίτσια της περιοχής. Ο δεύτερος είναι ένας 25χρονος φοιτητής που έρχεται στο σπίτι για έξι εβδομάδες, ως φιλοξενούμενος του πατέρα τού Ελιο, για να τον βοηθήσει στην έρευνά του: είναι λαμπερά όμορφος, κοινωνικός, ένας χρυσαφένιος νέος, έτοιμος ν’ ανατρέψει κάθε ισορροπία.
Οι δυο τους θα ερωτευτούν, κάτω από τον δυνατό μεσογειακό ήλιο, κρατώντας την έλξη τους κρυφή, όπως επιβάλλει η εποχή. Ο δικός τους είναι ένας πρώτος έρωτας, οπότε τίποτε δεν είναι τετριμμένο, όλα είναι συνταρακτικά, όλα έχουν τον ενθουσιασμό της εξερεύνησης, της ανακάλυψης.
Ο Λούκα Γκουαντανίνο, περισσότερο απ’ ό,τι σε όποια ταινία του ώς τώρα, καταφέρνει τον τέλειο συνδυασμό εικόνας και ουσίας, ενστίκτου, σκέψης.
Η ταινία του είναι τόσο όμορφη όσο μια ηλιόλουστη ανάμνηση. Οι επιλογές των χώρων όπου ξετυλίγεται η ιστορία του είναι απόλυτα εστέτ αλλά και τόσο εύκολα φιλόξενες: το χωριό με το μεσαιωνικό καμπαναριό, που το λένε Κρέμα κι είναι εξίσου βελούδινο, το φωτεινό, κομψό σπίτι με την ιδανική κουζίνα και τη ζεστή αυλή για φαγητό και κουβέντα, η τιρκουάζ θάλασσα που κρύβει ευρήματα, στο ντεκόρ του δεν υπάρχει χιλιοστό παραφωνίας ή κακογουστιάς, ακριβώς όπως επιβάλλει μια στιλιζαρισμένη ιταλική ταινία. Κι όμως, ταυτόχρονα, ξεχειλίζει αλήθεια και ψυχή.
Γιατί αυτή η ιστορία ακαταμάχητης έλξης –τέτοιου μαγνητισμού όπου οι δύο ταυτότητες γίνονται μία– μπορεί να είναι ένας έρωτας-πυροτέχνημα, μια διαδρομή ενηλικίωσης, αλλά ακόμα περισσότερο είναι μια φέτα ζωής, με όσα αυτή συνεπάγεται: τα εμπόδια και τους τρόπους που βρίσκει κανείς για να τα υπερβεί. Μπορεί να είναι σκηνοθετικά πληθωρική αλλά, μ’ αυτόν τον τρόπο, απλώς ντύνει με ομορφιά βιώματα τόσο κοινά σε όλους που μοιάζουν αυτοβιογραφικά του θεατή, μια λίγο ξεχασμένη αίσθηση ευτυχίας και μελαγχολίας σε γνώριμα σκαμπανεβάσματα άλλων εποχών.
Η δεκαετία του ’80 ξαναζεί στην ταινία με αυθεντικότητα, με παστέλ πόλο μπλουζάκια, ποδήλατα, ανεμελιά, το ανυπέρβλητο «Love my way» των Psychedelic Furs και τη μαγική μουσική του Σούφιαν Στίβενς που αξίζει το Οσκαρ για το οποίο είναι υποψήφιος. Με τον ίδιο τρόπο, ο βασανιστικά clean cut κι ηλιόλουστος Αρμι Χάμερ κι ο εύθραυστος Τίμοθι Σαλαμέ ενσαρκώνουν με τέτοια αυθεντικότητα, τέτοιο σάστισμα και τέτοια σωματικότητα τους ρόλους τους που μοιάζει σαν να μην έχουν λόγο να ξαναπαίξουν σε άλλη ταινία.
Μπορεί το πρώτο μέρος να μοιάζει πιο νωχελικό κι αργό, μπορεί η ταινία να περιγράφει συνθήκες εξιδανικευμένες (πόσοι έχουν ενηλικιωθεί μέσα σε τέτοιο πλούτο υλικό και πνευματικό, με γονείς γεμάτους γνώση, κατανόηση κι αποδοχή), αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν έχει σημασία, σ’ ένα φιλμ που βλέπεται με το ένστικτο. Ενα φιλμ τόσο τρυφερό, τόσο όμορφο και τόσο συναισθηματικά γενναιόδωρο, που δεν θα είχαμε αντίρρηση να το βλέπουμε καθημερινά για ψυχική υγεία. Μια ταινία που θέλεις να γίνει φίλος σου και να τα λέτε συχνά.
VILLAGE MALL, WEST CITY ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΛΛΙΘΕΑ, ΑΤΛΑΝΤΙΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΩΤΖΙΟΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ, ΑΤΤΑΛΟΣ, ΔΑΝΑΟΣ, ΕΛΛΗ, ΙΛΙΟΝ, ΚΗΦΙΣΙΑ CINEMAX, ΣΙΝΕ ΑΝΟΙΞΙΣ, ΣΙΝΕΑΚ, ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια: